ἄναμμα — ignited mass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναμμα — το, ατος 1. η ανάφλεξη: Το άναμμα της ηλεκτρικής λάμπας γίνεται με το γύρισμα ενός διακόπτη. 2. το ξάναμμα του σώματος ή του προσώπου από πυρετό ή άλλο λόγο: Νιώθω ένα άναμμα σ όλο μου το σώμα. 3. έξαψη, ερεθισμός: Τι άναμμα ήταν αυτό! 4. (για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άναμμα — το (Α ἄναμμα) [ἀνάπτω] νεοελλ. 1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη 2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα 3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη 4. πυρετός 5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση 6. σεξουαλική… … Dictionary of Greek
ἀνάμματα — ἄναμμα ignited mass neut nom/voc/acc pl ἀνάμματος without knots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάμματος — ἄναμμα ignited mass neut gen sg ἀνάμματος without knots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
άναψη — η (Α ἄναψις) νεοελλ. η έξαψη, φλόγωση αρχ. άναμμα, αναζωπύρηση 2. επιτολή, εμφάνιση αστέρων … Dictionary of Greek
έναυση — η (AM ἔναυσις) άναμμα, ανάφλεξη («πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν», Πλούτ.) νεοελλ. (μεταλλ.) η πρόκληση τής έκρηξης μιας εκρηκτικής ουσίας με έναυσμα … Dictionary of Greek
έναυσμα — το (Α ἔναυσμα) 1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα 2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση 3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση τού πυρός… … Dictionary of Greek
έξαμμα — ἔξαμμα, το (Α) [εξάπτω] το σημείο από όπου κάποιος άπτεται, πιάνει κάτι, η λαβή 2. μτφ. στήριγμα, πάτημα 3. η ενέργεια τού εξάπτω*, ανάβω, το άναμμα («ἔξαμμα πυρός») … Dictionary of Greek